- ἀδεσπότων
- ἀδέσποτοςwithout mastermasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φόλα — η (λ. λατ.) 1. μικρό κομμάτι δέρματος που ράβεται σε φθαρμένο μέρος παπουτσιού, μπάλωμα υποδήματος: Με παπούτσια γεμάτα φόλες ζητάει και προίκα. 2. κομμάτι κρέατος, ψωμιού ή άλλου υλικού, που περιέχει δηλητήριο για τη θανάτωση των αδέσποτων… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)